-
1 περιποιεω
преимущ. med.1) сохранять, спасать(τινα ἐκ κακῶν καὴ πολέμου Lys.; τὸ παιδίον Her.; med. τὸ ζῆν Arst.)
2) med. откладывать (в сторону), сберегать, копить(ἀπ΄ ὀλίγων Xen.)
3) добывать, приобретать, доставлять(Ῥόδον αὑτῷ Dem.; τὰς ἀρχάς τινι Polyb.; med. τι διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος NT.)
ἑαυτῷ ὄνομα καὴ δύναμιν περιποιήσασθαι Xen. — стяжать себе имя и могущество;περιποιήσασθαι τέν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν Polyb. — завоевать себе симпатии греков;τὰ πράγματα εἰς αὑτοὺς περιποιήσειν Thuc. — захватить государственную власть
См. также в других словарях:
περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… … Dictionary of Greek